- εκλογισμός
- ἐκλογισμός, ο (AM)επιλογή, διήγησηαρχ.1. υπολογισμός2. σκέψη, διαλογισμός3. το συμπέρασμα που βγαίνει από μια υπόθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλογισμός — keeping of accounts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμοῖς — ἐκλογισμός keeping of accounts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμοί — ἐκλογισμός keeping of accounts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμούς — ἐκλογισμός keeping of accounts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμῶν — ἐκλογισμός keeping of accounts masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμῷ — ἐκλογισμός keeping of accounts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλογισμόν — ἐκλογισμός keeping of accounts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)